- πηδιέμαι
- πηδιέμαι, πηδήχτηκα βλ. πίν. 67——————Σημειώσεις:πηδιέμαι : η παθητική φωνή χρησιμοποιείται μόνο με την έννοια → έρχομαι σε συνουσία, σε σεξουαλική επαφή με κάποιον ή κάποια.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πηδώ — και πηδάω πήδησα και πήδηξα, πηδήθηκα και πηδήχτηκα, πηδημένος και πηδηγμένος 1. κάνω πήδημα, τινάζομαι: Πήδηξε έξω από τον αυλόγυρο κι έφυγε γρήγορα. 2. αλλάζω αντικείμενο συζήτησης, σκέψης, λόγου: Πηδά από το ένα στο άλλο κι είναι αδύνατο να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)